- εὐδιάσειστος
- εὐδιά-σειστος, ον,A easily shaken,
ἀνέμῳ EM104.5
, cf. Hsch.s.v. ῥαδινόν, etc.II easy to disprove, A.D.Pron.4.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνέμῳ EM104.5
, cf. Hsch.s.v. ῥαδινόν, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάσειστος — εὐδιάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)] … Dictionary of Greek
εὐδιάσειστον — εὐδιάσειστος easily shaken masc/fem acc sg εὐδιάσειστος easily shaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάσειστα — εὐδιάσειστος easily shaken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)